- πρόσυλος
- -ον, ΜΑ1. αυτός που είναι προσκολλημένος στην ύλη, που είναι συνενωμένος με την ύλη2. (κατ' επέκτ.) υλικός.επίρρ...προσύλως Ακατά τρόπο υλικό («τῶν ποιητῶν προσύλως καὶ ἐμπαθῶς ἐναπομενόντων», Δίον. Αρεοπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + -υλος (< ὕλη), πρβλ. έν-υλος].
Dictionary of Greek. 2013.